υπεράλμυρος

υπεράλμυρος
-η, -ο, Ν [αλμυρός]
1. πάρα πολύ αλμυρός
2. (για νερό κλειστών θαλασσών ή κόλπων) αυτός που έχει αλατότητα μεγαλύτερη από την αλατότητα τών ωκεανών ή τών ανοιχτών θαλασσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”